- πεφροντισμένος
- φροντίζωconsiderperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεφροντισμένως — Α επίρρ. 1. με φροντίδα, με σύνεση 2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος τού φροντίζω] … Dictionary of Greek
σαλώος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πεφροντισμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλη* / σάλα «φροντίδα» + κατάλ. ῶος] … Dictionary of Greek
φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… … Dictionary of Greek